κέρκα

κέρκα
κέρκα
Grammatical information: ?
Meaning: ἀκρίς; κέρκνος ἱέραξ η ἀλεκτρυών H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Fur. 127 compares κερ-κ- with α-κρ-ιδ-, comparing for the morphology γελ-γ-ιθ- beside α-γλ-ιθ-; at least doubtful. Hardly to κέρκος `tail', as Frisk has. The word will be Pre-Greek.
See also: - S. κέρκος.
Page in Frisk: 1,829

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κέρκα — κέρκα, ἡ (Α) [κέρκος] (κατά τον Ησύχ.) «ἀκρίς» …   Dictionary of Greek

  • κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”